χαμάλικος

χαμάλικος
[хамапикос] επ. относящийся к грузчику, грубый, тяжёлый,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χαμάλικος" в других словарях:

  • χαμάλικος — η, ο, Ν [χαμάλης] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε χαμάλη, χαμαλίτικος («χαμάλικη δουλειά»). επίρρ... χαμάλικα Ν με χαμάλικο τρόπο …   Dictionary of Greek

  • χαμάλικος — η, ο βλ. χαμαλίτικος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμαλίτικος — η, ο, Ν χαμάλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμάλης + κατάλ. ίτικος (πρβλ. ανατολ ίτικος)] …   Dictionary of Greek

  • χαμαλίτικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χαμάλη, χαμάλικος: Αυτή είναι χαμαλίτικη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»